χειμερίων

χειμερίων
χειμέριος
wintry
fem gen pl
χειμέριος
wintry
masc/neut gen pl
χειμέριος
wintry
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Χειμερίων — Χειμέριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίδμα — οἶδμα, τὸ (Α) 1. (στον Όμ.) καθετί που εξογκώνεται, που φουσκώνει και ιδίως το κύμα τής θάλασσας («οἶδμ ἅλιον» Πίνδ.) 2. (ποιητ., συνεκδ.) α) κυματώδης πόντος, φουσκωμένη θάλασσα («Φρύγιον οἶδμα», Ευρ.) β) θυελλώδης άνεμος («χειμερίων ἄγριον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”